ζαχαροποιός

ζαχαροποιός
ο
εργάτης ή ιδιοκτήτης ζαχαροποιείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + -ποιός < ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν λεξικόν τού Σκαρλάτου Βυζάντιου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζαχαροποιός — ο αυτός που παρασκευάζει ζάχαρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζαχαρο- — (Μ ζαχαρο ) α συνθετικό λέξεων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) μοιάζει ή είναι κατασκευασμένο ή περιέχει ζάχαρη (πρβλ. ζαχαρόπετρα, ζαχαροκούλλουρο, ζαχαροδοχείο) β) είναι γλυκό σαν τη ζάχαρη (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ζαχαροποιία — η βιομηχανία κατασκευής ζάχαρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαχαροποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στον Άγγ. Βλάχο] …   Dictionary of Greek

  • ζαχαροποιείο — το εργοστάσιο παρασκευής ζάχαρης, σακχαροποιείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαχαροποιός. Η λ. μαρτυρείται στα Πρακτικά τής συνελεύσεως τού βασιλικού ζαχαροποιείου στο Καινούριο τής Λοκρίδας] …   Dictionary of Greek

  • σακχαροποιός — ο, Ν ο ζαχαροποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρις + ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Σπ. Ι. Βαλέτα, Ιήτη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”